Αλήθεια, πώς χάνεις μέσα απ’ τα χέρια σου ένα παιδί; Πώς φιμώνεις ένα χαμόγελο που δεν πρόλαβε να αφήσει ρυτίδες; Μια φωνούλα που στάθηκε δίπλα σου γιατί μέσα της κυλά το αίμα σου. Ποτέ δεν μύρισε την απειλή, ποτέ δεν απομακρύνθηκε από το ένστικτό του. Κι εσύ;
Με ποιον τρόπο κάνεις την ψυχή αυτή να αιωρείται;
Πώς τολμάς να μιλάς, να υπάρχεις, να αγγίζεις; Αλήθεια πώς τολμάς να είσαι ακόμα; Ποιός, εσύ!
Κι ας άφησες την αγάπη να γίνει ζήλεια.
Τη ζήλεια να ελέγξει το θυμικό σου και μετά;
Μετά όλα βράζουν μέσα σου.
Αλλά δεν σου ανήκει. Ακόμα κι αν πίστεψες ότι είναι δική σου, έκανες λάθος. Δεν σου ανήκει. Υπάρχει παντού. Όπως και πριν που σκόρπιζε παιδικές γκριμάτσες ανάμεσά μας. Εσύ όμως, ζήλεψες. Είδες στα μάτια της τον πόνο κάποιου άλλου, τον εγωισμό σου, κάτι απ’ την αλήθεια που δεν ήξερες.
Έσκυψες στο έντονο βλέμμα της, αντικρίζοντας για πρώτη φορά την αντανάκλαση απ’ τον σιχαμένο εαυτό σου. Για αυτό το έκανες.
Γιατί γνώριζες ότι δεν έχεις τη δύναμη, να κρυφτείς πίσω απ’ την αγάπη,
να αποδεχθείς τα λάθη,
να αφήσεις κάτι από εσένα και να γίνεις ένα με το παιδί σου… αυτήν την ψυχή που έσπειρες παντού μήπως και γλιτώσεις.
Αυτό δεν σβήνει ποτέ.
Ποτέ όμως.
Κανείς δεν ξεχνά, να το θυμάσαι.
Και τώρα που θα βρεθείς εκεί ψηλά• αλήθεια τι θα της απαντήσεις;
Τι θα της πεις που αιώνια θα σε σέρνει;
Γιώργο Σπυράκη,\r\nΘαυμάσιο κείμενο.\r\nΣυγκεκριμένο, μεστό. Ακόμα και στο λογοπαίγνιο.\r\nΤόσο όσο χρειάζεται ένα δύσκολο θέμα.\r\nΚατά την κρίση μου, πάντα.\r\n\r\nΕυχαριστώ. \r\nκα.πα.