Η μικρή του πολιτεία
κοραλλένιος βυθός
με ατέλειωτους δρόμους
ο ουρανός χάρτινος
τα σπίτια στοιχειωμένα
κούκλες
σχηματίζουν συμμορίες
στην άσφαλτο.
Το όνομα του
τυχαίο
βγαλμένο απο τις λίστες
κρατήσεων
του Grand Hotel.
Πινακίδες που δεν δείχνουν
πουθενά
ξεριζωμένα φιλιά
κατρακυλούν
ρόδες
και κρατάς το τιμόνι
αφού δεν σε κρατάς πιά
τα αστέρια
απόψε αληθινά.
Κάθομαι
στη σπασμένη πολυθρόνα
δεν είμαι απο εδώ
όλα όσα αγάπησα
ανάμνηση της ευτυχίας
λίγο πρίν
η μέρα ήταν όμορφη
τώρα
κοιτάζω τον κηπουρό
στο ατελιέ της νύχτας
σήμερα
μέχρι τον ορίζοντα
όμορφα
σύννεφα..
Ποιοί μένουν εδώ;
Κοιμήσου τώρα
έχουμε καιρό.
Εκατομμύρια σταλακτίτες
κι είχα ξεχάσει πια
τί έψαχνα να βρώ.
Κοιτάζω τα σπίτια
τώρα αρχίζω να θυμάμαι
μη ρωτάς
ότι θες εσύ
το σπίτι που μου χάρισες
να ζω
φτιαγμένο
με πάγο και χιόνι
γίνεται διάφανο
και λιώνει
τον άνθρωπο που μ’έβαλες
να βρώ
τον βάζεις να μιλάει με τη φωνή μου
να λέει ψέμματα
πως θέλεις την ψυχή μου
απόψε λέω να μη βγώ
θα ονειρευτώ
πως περπατάω
τί περιμένουν
τα πουλιά
στο βράχο
σαν εσένα
το φώς ανατινάζεται
τις Κυριακές τα μεσημέρια
πάρε με μαζί σου
αυτή η πόλη σκοτώνει
για λεφτά
θεριστές
περιμένουν
την τελευταία φορά
ζωγραφίζουν
στο πέλαγος
παλιά φυλαχτά
σταγόνες μιας μεγάλης βροχής
μιας καταιγίδας λευκής.
Ο Τηλέμαχος
αναμμένη καρδιά
στη σιωπή
τρεκλίζει σαν
ξύλινη άμαξα
στην πέτρινη γή
θα ήθελε
να είναι σαν εσένα
δέντρο με τα κλαδιά
απλωμένα
ιστιοφόρο
με τα πανιά του ανοιγμένα
προορισμός
η Ατλαντίδα
περιστέρι με τα φτερά μαδημένα
στις συμπληγάδες
του κόσμου
να δίνει
ερωτήσεις κλειδιά
στους λαθρεπιβάτες
των καραβιών
στα ρομπότ αερικά
στους βροχοποιούς ταράνδους
του Nordkapp
στα αεροπλάνα
τα διαστημόπλοια
τους καβαλάρηδες του τρόμου
τους κυνηγούς του
Βόρειου Σέλας.
Δεν υπάρχεις
ξυπνάς με τα φιλιά σου
με το ζεστό σου αέρα
τα θηρία
τους δαίμονες της Λόλας
που να ταξιδεύεις;
ποιός αστερισμός σε σημαδεύει;
Πάρε με μαζί σου
δεν έχει τέλος
η αδρεναλίνη
αφού σου το πα
έχεις ξανάρθει εδώ
αλλάζει πρόσωπα η θλίψη
χάθηκα.