Γεννήθηκε στο βάλτο
πολεμούσε στη ζούγκλα απο παιδί
κατάγεται απο τον ήλιο
πατέρας του ο ουρανός
έρχεται απ’το σκοτάδι
πηγαίνει στο φώς.
Γεννιόμαστε σαν λύκοι
πεθαίνουμε σαν τα σκυλιά
η ζωή είναι εφιάλτης
σταματάει μονάχα όταν ξυπνάς
έχει δεί οργή και πόνο και αμαρτία
μα μπορείς να ανακαλύψεις
μόνος σου
τον κόσμο.
Είναι αλήθεια τσατισμένος
με όλα αυτά που βλέπει
τόσα χρόνια
οι άνθρωποι γυρίζουν
σαν χρωματιστά του σινεμά μπαλόνια
ποντίκια δηλαδή
να τους δαγκώνουνε
δεν το καταλαβαίνουν
αρκεί
να βλέπουν αίμα να ξεχύνεται
κι ευτυχισμένοι μένουν.
Μιλάει σε εμάς
που πια δεν έχουμε αυτιά
δεν έχουμε ούτε μάτια
μιλάει σε εμάς
που δεν έχουμε εγκέφαλο
και γινόμαστε κομμάτια.
Χαμένος μέσα σε όλα
τα διλήμματα
ψάχνει για αλήθεια
στα απορίμματα
δεν θέλει να δεί
καθώς περνούν τα χρόνια
μιας χρήσεως να γίνονται
όσα πιστεύει αιώνια
ένα πακέτο ελκυστικό
του κόσμου οι συνειδήσεις
να κάνει τηλεθέαση
το βράδυ στις ειδήσεις.
ο Στέλιος
δίπλα σε φορτηγά
περπατάει ξυστά
σε βιτρίνες και σε φώτα
που όλη νύχτα
θα είναι ανοιχτά
θέλει να σου πεί
ότι νομίζει
τα κλουβιά
πως δεν τα φτιάχνουν
για πουλιά
τα’χουνε γι αυτούς
που συνηθίζουν
να κρατάνε τη ζωή
μες στα κελιά.
Άν έχεις μέσα σου
όνειρα
με φώτα, μάγια ή χρώμα,
ξερίζωσέ τα
θάψε τα
βαθιά κάτω στο χώμα
λένε
πως άμα βγείς στο δρόμο
ότι αναζήτησες θα βρείς
μα η αλήθεια
υπάρχει μόνο
σε ότι είσαι έτοιμος
να δείς.
Ξύπνα
τώρα σπάσε τα δεσμά σου
πέτα όσο μπορείς
πιο μακριά
Τώρα πια
το ξέρεις
τα φτερά σου
θα σε πάνε
πάνω απ’τη φωτιά.