Προσπαθούσε
σε ένα καφενείο
της Φλώρινας
να θυμηθεί
όσα θα συνέβαιναν
ξεχασμένα τότε
στο τωρινό μέλλον.
Καταρράκτης
εγκλωβισμένων σκέψεων
αίμα σε αναμονή
για αγκάθια
η ζωή
εδώ
η ζωή
τελειώνει
τελείωσε
έμεινε απλά το κουφάρι της
ανάμεσα σε εντερικά υγρά
λέξεις
ίσως τελευταίες
συγκινούν
τον ερχομό της άνοιξης
σε αναγνωστήρια
βοσκοτόπια
για σπουργίτηδες.
ο Πέτρος
έμαθε την ημερομηνία
τον χρόνο
που του απέμεινε
γιόρτασε
απρόσμενα
τα γενέθλιά του
σε μια φτηνή πανσιόν
με δυό τυχαίους
επισκέπτες
κοιμήθηκε στη μπανιέρα
και ξύπνησε αγκαλιά
μ’έναν γορίλα
σε φόρεμα κόκκινο
ο καθένας έχει τη μουσική του
έλεγε
συνεχίζοντας να φοβάται
το πιάνο
αυτό το θηρίο
με το τεράστιο στόμα
την οδοντοστοιχία
με τα μαύρα δόντια.
Η μέρα πέθανε
η πόρτα ήταν ανοιχτή
βαθύ κρύο
σκοτάδι επικίνδυνο
ένα μαχαίρι έτοιμο
να αμυνθεί
μια παλιά πολυκατοικία
γεμάτη όνειρα
φτιαγμένα απο ντεσιμπέλ
η βία οι γροθιές
το σήκωμα στις μύτες
εκθέσεις σε τοίχους
ταράτσας
σε τοίχους
υπόγειους
αδιάκοπη συλλογή
πληροφοριών
ανθρώπινων δυνατοτήτων
γελάς
κι απότομα σωπαίνεις
αυτός ήταν.
ο Πέτρος
κάθισε μπροστά
σε ένα σχολικό θρανίο
ένιωσε να πέφτει στην άβυσσο
δεν είχε κανένα νόημα
η ύπαρξη
δεν ήθελε να υπάρχει
τον πήρε έξω
να αναπνεύσει
να καταλάβει
που του έλεγαν
ότι βρίσκεται
άσχετα που κανείς
τους δεν ήξερε
ήταν ικανοποιημένοι
γιατί δεν ήξεραν
ότι δεν ξέρουν
ήταν βέβαιοι
ότι ξέρουν
όσα ξέρουν.
Σηκώθηκε
αποκάλυψε τον έρωτα
έναν έρωτα απαγορευμένο
για μάτια τυφλά
Ένα ξέρω
δεν ξέρω τίποτα.