Της Σέβης Πεναρδή ●
Πρωί, καθημερινή στην πόλη της Θεσσαλονίκης και η ανάγκη με έφερε να μπω για άλλη μια φορά στον αγαπημένο ΟΑΣΘ. Όσοι δεν είχατε την χαρά και την τιμή να σας ενημερώσω πως εδώ στο χωριό μας δεν έχουμε άλλη επιλογή οπότε είναι ή αυτό ή πεζό2. Διαλέγεις και παίρνεις. Περιμένοντας λοιπόν το αγαπημένο λεωφορείο έχω έναν ευσεβή πόθο πως θα είναι από τα καινούρια και θα έχει έναν υποτυπώδη κλιματισμό αλλά ουχί. Έρχεται η γνωστή μπλε σακαράκα, που είμαι πλέον σίγουρη, πως έπαιρνε και η Μαρινέλλα όταν έπρεπε να πάει στα μπουζούκι, ναι, τότε που έκανε δεύτερες στον Καζαντζίδη. Να σημειώσω σε αυτό το σημείο πως σκάει ο τζίτζικας έξω. Το ταξίδι μας ξεκίνησε με πολύ άσχημες προοπτικές μιας και ο οδηγός στα νιάτα του σίγουρα έτρεχε στην Formula1. Το λεωφορείο γίνεται ταψί του λούνα παρκ και όλοι οι επιβαίνοντες ψάχνουν απεγνωσμένα να πιαστούν από οπουδήποτε. Φερ ’ειπείν μια γιαγιά πιάστηκε από την αλογοουρά μια κοπέλας. Περιττό να αναφέρω φυσικά πως η κοπέλα ακούστηκε μέχρι την Κατερίνη.
Εννοείται πως μετά από δυο- τρείς στάσεις το λεωφορείο γεμίζει ασφυκτικά. (Να μην ξεχνάτε και την ζέστη σε όλο αυτό παρακαλώ). Οι όρθιοι πλέον δεν χρειάζονται να κρατιούνται από κάπου, απλώς ακουμπάει ο ένας πάνω στον άλλον. Ο ΟΑΣΘ μας φέρνει κοντά! Σαν παστά ψάρια που κοιτώντας με ανοιχτά μάτια προς τα έξω ρωτάνε που μας πάνε, συνεχίζεται το ταξίδι μας. Σε κάποια στάση λοιπόν, γίνεται αυτό που δεν ήθελα να συμβεί. Ανεβαίνει μια αγέλη από έφηβα αγοράκια… Δύσκολα… Εκείνη ακριβώς την στιγμή σιχτιρίζω τον εαυτό μου που τσιγκουνεύτηκα τα 5 ευρώ παραπάνω και δεν πήρα καλύτερα ακουστικά για το mp3 μου. Οι φωνές τους έχουν κατακλύσει και τα δύο μέρη του τροχήλατου κάρου. Ένα παλικάρι ευγενικά τους ρωτάει «Παιδιά είστε κουφοί γιατί φωνάζετε;» και ένας από την αγέλη απαντάει φωναχτά «Όχι! Αλλά κάναμε κοπάνα σήμερα και είμαστε πολύ χαρούμενοι!». Εντάξει το παραδέχομαι πως χαμογέλασα και μαζί μου και ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που άκουσαν την απάντηση. Αφού η αγέλη κατέβηκε και ξανάρχισα να ακούω τις σκέψεις μου, παρατήρησα έναν κύριο γύρω στα 60 που στεκότανε όρθιος στην φυσούνα του αστικού και διάβαζε αμέριμνος ένα βιβλίο. Ήταν τόσο ανεπηρέαστος από ότι εξελισσόταν τριγύρω του (ζέστη, σπρώξιμο, φωνές κ.λ.π.) που με έκανε να νιώσω άσχημα που ένιωσα άβολα με όλα τα παραπάνω.
Και τότε έκανε ένα κλικ ο εγκέφαλος και είδε μόνο την ομορφιά. Παρατήρησα την κυρία που είχε μπει με μια αγκαλιά από ανθισμένες πασχαλιές και τριαντάφυλλα και ευωδίασε όλος ο χώρος. Το παιδάκι, στην αγκαλιά της μαμάς του, που χαμογελούσε στην κούκλα του. Την κοπέλα που καθόταν μπροστά στο μηχάνημα των εισιτηρίων και ενώ όλοι της ζητούσαν να χτυπήσει τα εισιτήρια τους, γιατί δεν φτάνανε, αυτή τους χαμογελούσε και απαντούσε «Ευχαρίστως». Τον νεαρό που σηκώθηκε για να κάτσει ένας ηλικιωμένος και εκείνος του απάντησε «Να’σαι καλά παλικάρι μου» και έβγαλε από την σακούλα και του έδωσε ένα ροδάκινο για ευχαριστώ. Το αγόρι που ήταν στριμωγμένο δίπλα μου καθ’ όλη την διάρκεια της διαδρομής και μου είπε καθώς κατέβαινα από το λεωφορείο «Καλό μεσημέρι». Περπατώντας πλέον στην Τσιμισκή μέσα στο μυαλό έπαιζε τον τραγούδι του Θαλασσινού «Ν’ αγαπάς τα βουνά και τα πέλαγα, τους γνωστούς και τους άγνωρους τόπους, τα πουλιά, τα λουλούδια, τα σύννεφα και πολύ ν’ αγαπάς τους ανθρώπους» Η ομορφιά, όπως και όλα τα πράγματα βέβαια, είναι θέμα προοπτικής.