Του Γιώργου Σπυράκη ●
Θα ξαπλώσω εδώ. Δίπλα σου.
Έτσι κι αλλιώς δεν έχω κάπου αλλού να πάω. Μαζί σου ήρθα, μαζί σου φεύγω.
Και δεν θα σ’ ενοχλώ, μη φοβάσαι. Είμαι μικρή κι όπου μ’ ακουμπήσεις θα σταθώ.
Έτσι κι αλλιώς πάντα έτσι ήμουν.
Ξέρεις εσύ, μικρή μου.
Θυμάσαι τότε που δεν είχες δύναμη να με σφίξεις στα χέρια σου;
Μόνο αυτό άλλαξε, η δύναμη στα χέρια σου.
Εμείς, όμως, μείναμε μαζί.
Στον ύπνο σου, στις ανοιχτές βόλτες στα πάρκα, στα κλάματα μπροστά απ’ τον γιατρό, τότε που η ντουλάπα ήταν ανοιχτή στο σκοτάδι, ακόμα και στην τούρτα γενεθλίων.
Εκεί ήμουν.
Εδώ είμαι και τώρα. Μη φοβάσαι.
Άκουσες τον θόρυβο;
Πρόλαβες να τον ακούσεις;
Ήταν λες και με πέταξαν μακριά. Μα εσένα ακόμα πιο μακριά μου.
Αλλά σε βρήκα.
Σε βρήκα και σε χάνω.
Θα περιμένω, όμως, να ξυπνήσεις.
Θέλω να με κρατήσεις ψηλά και να σε δω να χαμογελάς.
Κι ας μην έχεις αλλάξει ακόμα δόντια.
Θέλω να μου αλλάζεις ρούχα και να πλέκεις τα μαλλιά μου με το παραμιλητό σου.
Κι ας μην σου απάντησα ποτέ.
Τόσο κοντά ήμουν, αλλά δεν τόλμησα να σε τρομάξω.
Άφησα τη σιωπή να σου απαντά.
Θα περιμένω να γυρίσεις πλευρό και να με στριμώξεις στον λαιμό σου.
Μόνο εκεί μπορώ να κλείσω κι εγώ τα μάτια μου.
Αλλιώς,
ας μείνουν ανοιχτά να χάσκουν τον ουρανό
και όσα καινούργια αστέρια ανάψουν σε μια στιγμή• σε ένα γαμημένο «μπαμ».