Του Γιώργου Σπυράκη ●
Παγκόσμια ημέρα φιλιού και μαλακίες.
Αφού κάθε μέρα σ’ έχω κοντά και χάνομαι σ’ αυτά. Κάθε ώρα αναζητώ κάτι να γευτώ από σένα και κάθε λίγο σε θυμάμαι να πέφτεις πάνω μου. Στην τύχη, από λάθος, έστω και σκόπιμα, αλλά με τα χείλη σου στο δέρμα μου.
Κι ας μην το ζητάς. Δικό σου! Δικά σου όλα, λοιπόν, για να μην έχεις παράπονο και να μη μετράω χρωστούμενα. Πόσα ακόμα να σβήσω; Πόσα ν’ αλλάξω και πόσα να χαθούν. Είναι κι αυτή η γεύση που δεν φεύγει ποτέ. Αυτή η μυρωδιά σου που μπερδεύει τις αισθήσεις κι η γη αλλάζει, σαν τα μέσα μου.
Παγκόσμια δήθεν ημέρα και…
— Άκου με! Δεν το ’χουμε ανάγκη, να το ξέρεις αυτό.
Μόνο άσε με να γλιστρήσουμε στο μπλέξιμό μας κι οι ανάσες να γίνουν σαν μία. Να γέρνω τα χείλη μου στον σβέρκο σου κι εσύ να κλείνεις τα μάτια. Να σε συνεπαίρνει ό,τι δεν σε κέρδισε λίγο πριν.
— Άκου!
Δύσκολα σταματώ να σε ψάχνω, δύσκολα ξεκινώ απ’ την αρχή, αλλά η λαχτάρα είναι ίδια. Όπως τότε, τη φορά πρώτη. Μέχρι να πλησιάσεις σε είχα δει. Μέχρι να με δεις σε είχα πλησιάσει και μέχρι να το σκεφτώ –να γίνει σωστά, να μη φανεί ότι…– με είχες ήδη στείλει στην παγκόσμια μέρα πρώτου φιλιού. Στο μάγουλο που δεν έσβησε ποτέ.
Πόσες φορές κρατήθηκα και δεν γύρισα το κεφάλι κι ας χάσω στο παιχνίδι. Κρατήθηκα γιατί δεν είπα αλήθεια σε κανέναν μας. Κρατήθηκα και το άφησα εκεί, να με συντροφεύει τη νύχτα κι ας μην τέλειωσε ποτέ της. Άφησα, όμως, χρόνο στην αγκαλιά. Να κρατήσει λίγο πιο πολύ. Το αισθάνθηκα που χαλάρωσες και βρήκα την ευκαιρία να σου πω πολλά. Βρήκα τρόπο έτσι, γιατί οι αγκαλιές μπλέκουν σαν ένα. Λίγο πριν ή λίγο ύστερα από εκείνο.
— Και οι αγκαλιές; Τι θέλουν τώρα και μπλέκουν μ’ αυτά. Ας βρουν κι αυτές μια δική τους μέρα –παγκόσμια δήθεν– να χαρίζουν φιλιά σε όσους δεν τόλμησαν ν’ αγκαλιαστούν.