Ξανθιά
σαν τη μία
απο τις πέντε
του Φράνσις Πικαμπιά
κρατά στα χέρια
κόκκινο γαρύφαλλο.
Στις πέντε θάλασσες του κόσμου
επιπλέουν τα φτερά της
μέσα στα μάτια της βαθιά
γελάει η θύμησή του.
Κάποιαν αυγή της άνοιξης
συνάντησε έναν Τούρκο
σε μια φυλακή
την καρδιά του
στημένη
κάθε πρωί
την ώρα που χαράζει
στον τοίχο
και κάθε βράδυ στη φυλακή
κι όταν ο ύπνος
απλωνόταν στους διαδρόμους
η δόλια καρδιά του
έπαιρνε τους δρόμους
κι έπειτα πάλι
μέσα απ’τα σίδερα
έβλεπε τη νύχτα
γεμάτη πίστη
χτυπούσε πάνω στο ξύλο
σαν άστρο μακρινό
η καρδιά του.
Κάποιαν αυγή της άνοιξης
βγήκε απο το σπίτι
ο κόσμος γύρω της
ήταν σαν μήνυμα καινούργιο
ο λόγος είχε πια
δοθεί στη λευτεριά
είχαν μοιράσει τη γη
τα τραίνα
το χρυσάφι
το κάρβουνο
τον πλούτο.
Το σύννεφο στον κάμπο
ο άνεμος στα δάση
η βροχή
ο ήλιος, τα σχολειά,
οι παιδικοί σταθμοί κι’οι φάμπρικες
έγιναν
το βιός του κόσμου
όλου
κι απλώθηκε ολούθε
η χαρά.
η Άννα
χώρα της Γιουγκοσλαβίας
επιστάτρια σε κήπους
ζωολογικούς
ψάχνει σε υπονόμους
δρόμο για την Αθήνα
ή
το Βερολίνο
να βρεί την αγαπημένη της μαιμού
την πιστή του Τίτο
ανάμεσα σε φλεγόμενα
καροτσάκια αναπηρικά
που περιστρέφονται
γύρω απ’τον αναποδογυρισμένο
Ιησού
καβάλα
σε ένα άλογο λευκό
με τρείς χήνες
πιασμένες απο το λαιμό
απαγγέλει ποιήματα
δικά της
για πόνο
για πόλεμο
ποιήματα
που δεν έζησε ποτέ
παραστάσεις
απο προδότες
για να αρέσουν
στους Γερμανούς.
η Άννα
παντιέρα
στην πλάτη του παρτιζάνου
την έδεσε πάνω του
με σκοινί
κι έφυγε στο ποταμόπλοιο
για να την παντρευτεί.
Μια προσπάθεια
ανθρώπινη
παντονινή
μια προσπάθεια
σε ολάκερη γή
ένα ποτήρι μέλι
σαν να’ναι φλόγα λαμπερή
Υπομονή.
Υπομονή
και θα’ρθει η μέρα
η τρανή
Υπομονή
και θα’ρθει
ναί, θά’ρθει!